κρυπτογαμικός

κρυπτογαμικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που αναφέρεται στην κρυπτογαμία των φυτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρυπτογαμικός — ή, ό βοτ. αυτός που ανήκει στα κρυπτόγαμα ή έχει τα χαρακτηριστικά τών κρυπτογάμων («κρυπτογαμικές ασθένειες») …   Dictionary of Greek

  • κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”